- ἐπισταλτικός
- ἐπισταλτικόςepistolarymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισταλτικός — ἐπισταλτικός, ή, όν (Α) [επιστέλλω] 1. επιστολικός 2. φρ. «ἐπισταλτικὴ πτῶσις» η δοτική … Dictionary of Greek
ἐπισταλτικά — ἐπισταλτικός epistolary neut nom/voc/acc pl ἐπισταλτικά̱ , ἐπισταλτικός epistolary fem nom/voc/acc dual ἐπισταλτικά̱ , ἐπισταλτικός epistolary fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισταλτικαῖς — ἐπισταλτικός epistolary fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισταλτικοῖς — ἐπισταλτικός epistolary masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισταλτικῆς — ἐπισταλτικός epistolary fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισταλτικῇ — ἐπισταλτικός epistolary fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισταλτική — ἐπισταλτικός epistolary fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισταλτικήν — ἐπισταλτικός epistolary fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԹՂԹԱԿԱՆ — ( ) NBH 1 0814 Chronological Sequence: 11c, 13c, 14c ա. ἑπιστολικός epistolaris Որ ինչ հայի ʼի թուղթս: Այլ որպէս Տրակական՝ նոյն է ընդ Տրական հոլով, որ ʼի յունաց կոչի ἑπισταλτικός, κή իբր Առաքական յումեմնէ առ ոք, կամ թղթով պատուիրական. եւ յայս միտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἐπισταλτικάς — ἐπισταλτικά̱ς , ἐπισταλτικός epistolary fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)